Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Ο Κύριος Μακόναχι ο μπαμπάς μου και ο Kατσαριδοκτόνος.


Ρεαλιστική σκηνή 1 - αξέχαστα παιδικά χρόνια
    Η οικογένεια μου, ναι αυτή. Η οικογένεια μου είναι σχεδόν αξιολάτρευτη. Ο μπαμπάς μου είναι ο Μακόναχι, ο γνωστός, ο οσκαρικός, είναι μεγαλοδικηγόρος ή έτσι λέει.
Έξυπνος, στιβαρός, μορφωμένος μπρατσαράς, αυτόφωτος και άλλα κοσμητικά, δυστυχώς όμως είναι μπλεγμένος με το σκοτάδι του υποκόσμου, λίγα πράγματα ξέρω γι'αυτά του
τα ενδιαφέροντα, δίχως πολλές λεπτομέρειες, δε μου λέει περισσότερα. Η μητέρα μου, είναι μια σαρανταπεντάχρονη μιλφ κυράτσα, σκεύος ηδονής του μπαμπά, πρώην χορεύτρια ή
μοντέλο, δε χρειάζεται να αναφέρω κάτι παραπάνω γι'αυτή την κινούμενη αποτυχία. Έχω μια μεγάλη αδερφή,τη Laura, εικοσιοκτώ χρονών, διανοούμενη, λινάτσα, πιανίστα , καμάρι του μπαμπά μου.Εμένα μου θυμίζει περισσότερο μια μικρογραφία της μητέρας, αχώνευτη με πληθωρικό χαρακτήρα και ταμπεραμέντο. Μια πουθενάτζα. Εγώ είμαι ο οκτάχρονος Morley τη στιγμή που έγραφα αυτές τις αράδες, ελαφρώς αλαφροΐσκιωτος, αν μπορώ να πω αυτό το χαρακτηρισμό, ψυχάκι τριανταεννιά κιλών με πέντε μόλις τοις εκατό λίπος, η πέτσα μου κρέμεται σαν άρρωστης κωλόγριας από τα οστά, τα οποία βρίσκονται υπό την μόνιμη απειλή βαρυτικής κατάρρευσης προς το κέντρο του χαζού μου είναι. 
Κάτι ακόμα, είμαι αρκετά έξυπνος και θαυμάζω τον μπαμπά και τα φράγκα του, θα γίνω αστροναύτης, θα πιλοτάρω πυραύλους κλαψ κλαψ πάνω σε πουπουλένια συννεφένια όνειρα λυγμ λυγμ, παίζω το πιάνο τόσο απαίσια. Αυτά τα λίγα συνοπτικά, αλλά ο κεντρικός καριόλης της ιστορίας είναι ο μικρός μου αδερφός Jonathan ή η φασαρία γύρω από την ύπαρξή/ανυπαρξία του, τριών ετών, κλαψιάρης περισσότερο από μένα. Ο βενιαμίν είναι ένας από τους κεντρικούς μοχλούς ενός μέρους της γενικής αποτυχίας των νιάτων μου.    
    Εχθές, εκείνο το χθες δηλαδή, δεκατέσσερα χρόνια πριν, γιορτάζαμε μια μεγάλη επαγγελματική επιτυχία του μπαμπά, χαμός στο σπίτι, παντού ακριβό αλκοόλ τέτοιων περιστάσεων, κοστούμια και ξυλάγγουρα συνοδοί χοντρών ασπρομάλληδων συναδέλφων. Σμόκιν εγώ, που δεν μπορώ να σας κρύψω το πόσο το θαύμαζα επάνω μου, σμόκιν και ο βλάκας ο Jonathan, λερωμένο με λεκέδες από πάστες που μπούκωνε μανιωδώς ολονυχτίς ο χοντρός αυτός καριόλης. Η Laura ευτυχώς έλειπε σε ταξίδι στην Μπρατισλάβα, δεν μπορώ να φανταστώ τι ναρκωτικά θα μπούκωσε εκεί πέρα, ευτυχώς έλλειπε, ελπίζω σύντομα να πεθάνει, ένας κληρονόμος λιγότερος.

    Μέσα στην παραζάλη της αστραφτερής εκείνης βραδιάς, δεν συνειδητοποιήσαμε πως πήγε δώδεκα της αυριανής, η μητέρα συνεχώς μαστουρωμένη έλαμπε από χαζή ευτυχία, γεγονός που με έκανε
πολλαπλά χαρούμενο και μένα διότι δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ, ήθελα να ζήσω το γλέντι και μπορούσα να μπουκώνω όσες σοκολάτες γούσταρα. Τα υπόλοιπα σας τα μεταφέρω ζωντανά.Ενώ φλερτάρω, δίχως φραγμούς με εικοσάχρονη αλλοδαπή συνοδό, έρχεται ο μπαμπάς Μακόναχι, ελαφρώς αναστατωμένος και μου λέει "Χάθηκε ο Jonathan". Η ώρα δώδεκα και πέντε,δεν μπορώ να πω πως πικράθηκα , αλλά έπρεπε να παίξω τον αντιρόλο μέσα στην απρόσμενη ευτυχία μου, βουρκώνω, δακρύζω ξεσπάω σε λυγμούς, σφίγγω το χέρι της μητέρας και σπαράζω "Ψυχραιμία όλα θα πάνε καλά". Σε λιγότερο από ένα τέταρτο στο σπίτι μαζεύτηκε η μισή αστυνομία της πόλης, ναι γενικά ναι fuck the police comin' straight from the underground, παντού έρευνες και κακό από τους ανισόρροπους μπάτσους και τους καλεσμένους. Εγώ ψύχραιμος στα σκαλάκια να μασουλάω. Ίσως κάποιο μπλέξιμο του μπαμπά με τη μαφία δημιούργησε το σκηνικό,αλλά ποιος νοιάζεται. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν έσκασε μύτη αυτός. Μία παρά εννιά, μπαίνει στην έπαυλη ο James Α. ΜcAdams, ο πιο δαιμόνιος ντετέκτιβ της πόλης, καριερίστας, αντίζηλος του μπαμπά με όλα τα χαζούλικα κλισέ που μπορεί να συνοδεύουν αυτόν τον τύπο.Δηλαδή φουλ κολλημένος με τη μητέρα από τα φοιτητικά του χρόνια και άλλες τέτοιες αηδίες, που έχασε τη θέση δίπλα της από τον μπαμπά μου μπλα μπλα. Μεσήλικας, αστραφτερός, αρρενωπός αχ αχ ναι, με λίγο βλακόφατσα, αλλά ήταν σίγουρο πως στο τέλος θα το έβρισκε το μπάσταρδο. 

    Μόλις λοιπόν αντιλαμβάνεται την παρουσία της νυφίτσας ο μπαμπάς, τρέχει κατευθείαν στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, αφού με γράπωσε γερά από το μπράτσο εμένα και τη μητέρα. Άρχισε βιαστικά να μας λέει πως πρέπει να ξεφορτωθούμε τα κομμένα χέρια, πριν ο μπάτσος τα αντιληφθεί, η μητέρα κι εγώ με ένα ζωγραφισμένο "τι" στο πρόσωπο βρισκόμαστε πριν το καταλάβουμε σε ένα δωμάτιο που είχες πρόσβαση με κωδικό. Δωμάτιο εφτά τετραγωνικών, με χλωμούς τοίχους και στο κέντρο έναν καταψύκτη. Ο μπαμπάς Μακόναχι τον ανοίγει, μέσα είχε έναν μπλε σάκο ρούχων, τον αρπάζει και μου τον πετάει με δύναμη, τον ανοίγω και τι να δω. Μέσα είχε ένα ζευγάρι κομμένα χέρια από τον καρπό. "Ουάου" αναφώνησα, φαντάστηκα πως σίγουρα είναι εκείνου του ενοχλητικού ζωγράφου που κυκλοφορούσε κάποιους μήνες την αδερφή μου, ένας έρωτας μοιραίος, μέχρι που ο τυπάς και ο έρωτας εξαφανίστηκαν μια μέρα μυστηριωδώς .Μάλιστα, ξανακλείνω το σάκο και τον πετάω με ευθύνη στη μητέρα, ενώ αποχωρούμε και οι τρεις από το δωμάτιο , η μητέρα πετάει την ευθύνη και το σάκο στον μπαμπά και ο μπαμπάς με μια καρκινιάρικη και ελαφρόμυαλη κίνηση που δεν το χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο γενικά, ανοίγει το παράθυρο και τον εκτοξεύει με όση δύναμη μπορούσε. Εντυπωσιασμένοι από το σκηνικό σαν μπετόβλακες εγώ και η μαμά τρέχουμε στο παράθυρο να δούμε την κατάληξη της κωλότσαντας, η οποία κυλούσε αργά στο γραφικό φαράγγι που ήταν ακριβώς στις παρυφές του χτισμένο το σπιτάκι μας.
    Ξαναμάλιστα, πολύ όμορφη φάση. 
Βασικά η μητέρα κι εγώ δεν ξέρουμε καν αν υπήρχε φαράγγι. Φαντασιόπληκτος  αλαφροΐσκιωτος εγώ, μαστουρωμένη συνεχώς αυτή, νομίζω πως λογικά ήταν όλα στη φαντασία μας, το φαράγγι, οι άνθρωποι που περπατούσαν σα μυρμήγκια πάνω του, αυτοί θυμάμαι είχαν πορτοκαλί στολές φυλακισμένων και στις πλάτες backpuck , δουλειά τους ήταν να διασχίζουν το φαράγγι αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας, ίσως λίγο τρελό αλλά ναι αυτό έκαναν τα θεοπάλαβα μυρμήγκια. Τότε θυμάμαι, αντίκρισα κάτι ακόμα ποιο τρομακτικό και σουρεαλιστικό.Τσεκάρετε το διάλογο με τη μητέρα:
-Μητέρα, τι είναι αυτά τα μικρά ζωάκια, που έχουν παλάμες για σώμα και κεφάλι σιαμαίων πιθήκων και σκαρφαλώνουν κλεφτά τα τζάμια των παραθύρων μας, τα βλέπεις;
-Α ναι, αυτά Morley είναι το πάγκρεας, χαχα αστεία που είναι.

-Μάλιστα.
 
    Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το μεσημέρι, εκείνοι οι σιαμαίοι γορίλες με σώμα και μέγεθος παλάμης και λαιμό καρπό κομμένου χεριού ήταν εξαιρετικά τρομακτικοί, εγώ είδα δύο. Με τη φαντασία μου υπέθεσα πως είναι κομμάτια χεριών, νεκρών πρώην γκόμενων της αδερφής μου που χάθηκαν σε αυτό το μαγικό φαράγγι μετά τις ρίψεις των μπλε σάκων από τον μπαμπά και πήραν αυτή τη δαιμονική πνευματική μορφή, λογικά τα βλέπαμε μόνο εγώ και η μαμά. Λίγη σημασία έχει όλο αυτό, οι κοινές θεάσεις που είχαμε εγώ και η μητέρα ήταν το μόνο μας κοινό, θυμάμαι ακόμα το tea party που είχαμε διοργανώσει μαζί στα πέντε μου με τεράστια επιτυχία, με καλεσμένο το πνεύμα της στοιχειωμένης πιανίστα Τζίνας Μπαχάουερ. Όση ώρα τα γράφω αυτά , ακούω Μπαχάουερ στο youtube και έχω ανατριχιάσει. Πάντως θυμάμαι περάσαμε υπέροχα οι τρεις μας τότε. Αχ μητέρα.   
    Τέρμα τα φλασμπακ. Ο μπαμπάς μας μαζεύει όλους στο κεντρικό σαλόνι , μπάτσους , προσωπικό, πόρνες, καλεσμένους και πίνουμε παγωμένο τσάι ενώ βλέπουμε τηλεόραση μην τυχόν έχουμε εξελίξεις στο θέμα του βλάκα αδερφού, ξαφνικά σκάει μύτη ο μπάτσος James λέει πως το παιδί βρέθηκε νεκρό στην πίσω αυλή, καλά θαμμένο και κομματιασμένο πίσω από τους θάμνους, λογικά ξέφυγε από την νταντά και το έφαγε φύλακας σκύλος, μπράβο σκύλε καλή δουλειά, κλάματα σε όλους, ανάμεικτα συναισθήματα σε μένα που δεν μπορώ να περιγράψω. 
Δεν αξίζει σίγουρα να αναφερθώ περισσότερο στο χαμό του άξεστου αυτού μπάσταρδου. Χαχαχαχ πέθανε επιτέλους. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.Τρία χρόνια μετά, τρακάρει στην γαλλική επαρχία , φουλ κοκαρισμένη η Laura, το συναισθηματικό μπρέικνταουν της μητέρας έχει ως επακόλουθο μισό χρόνο μετά την αυτοκτονία της. Ο μπαμπάς τρελαίνεται, αφήνει την περιουσία σε φιλανθρωπικές αηδίες, σε μένα μια νταντά και 7 εκατομμύρια και φεύγει κάπου μακριά ερημίτης. Και...
Ρεαλιστική σκηνή 2 - σπουδές
Και δυστυχώς μένω εγώ, ο μοναχικός έκπτωτος λόρδος , Κύριος Morley αυτοπροσώπως . Στα δεκαεφτά αποφασίζω να ακολουθήσω τα όνειρά μου και να σπουδάσω φυσική. Δίνω πανελλήνιες.
Μέχρι τα είκοσι και κάτι έχω καταναλώσει όλο το ρευστό σε πάρτι , ναρκωτικά , γυναίκες, ποίηση, ραπιλίκια και άλλα τέτοια.
Πάρτε μια μικρή γεύση από το τώρα μου.
Είμαι αγανακτισμένος.
Η Μαριχουάνα καπνίζεται ευχάριστα.
Αυτή τη στιγμή κυνηγάω κατσαρίδες με το "χρονικό του χρόνου"
θέλουνε λέει να μου φάνε το φαΐ.
-2 κατσαρίδες, όταν σκοτώνω μια
ακουμπάω το φαΐ στο "χρονικό του χρόνου",
είναι το μόνο ασφαλές μέρος.
Τώρα ακούγεται κάτι παράξενο εδώ μέσα.
Πέρυσι ακούγαμε με την Πρωτοχρονιά
ένα σόλο του odb και επειδή αυτός ο γαμόχριστος ραπάς είναι σαν κατσαρίδα
εμφανίστηκαν πάνω στο κρεβάτι να πάρουν τα μακαρόνια napoliten
και τις βαρούσε η πρωτοχρονιά με τις παντόφλες μου.
ΧΑΧΑΧΑΑΧΧΑ. Η πρωτοχρονιά είναι μια από τις αγάπες της ζωής μου, είναι μια ξανθή
αρρενωπή φιγούρα με χόμπι τη διανόηση.
Υστερόγραφο
Α ναι και νομίζω ότι αποφάσισα να συνδικαλιστώ για να δικαιωθώ. Ίσως κάποτε αποκτήσω και πάλι κάποιο τίτλο ευγένειας.
Μέχρι τότε καλό κουράγιο.

~Καριόλης Morley

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου