Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ποιήματα μιας Νύχτας Ι

τα καμένα μου χέρια 

Τα χέρια μου τρέμουν σιωπώντας κάτω από αυτή λάμψη.

Είναι καμένα και δε μπορώ να τα κουνήσω.
Είναι θαμμένα σε χώμα που δεν υπάρχει και δε μπορώ να μιλήσω.
Σιωπή κάτω από κάποια λάμψη,και έχω τόσα να της πω.
Νιώθω να πνίγομαι από το χώμα και να χύνομαι,κομμάτια στο έδαφος.
Απέτυχα;
Στους καθρέφτες βλέπω μόνο όσα ποτέ δεν έγινα και από πάνω εσύ.
Να χύνεσαι πάνω μου και να με εξαπατάς με έναν αόριστο ρυθμό.
Αυτά τα ηλίθια χέρια γίνανε τα σύμβολα της αποτυχίας μου.
Τα χέρια που κάποτε σε σήκωσαν τώρα πια δε μπορούν ούτε να σε ακουμπήσουν.
Δε ντρέπομαι.
Ποτέ δεν ήμασταν ο ένας για τον άλλο.
Οι σελήνες θα μείνουν εκεί που πρέπει και ακόμα μπορώ να τις προσγειώσω.
Ακόμα μπορώ να τους δώσω ύπαρξη,εδώ στον πάτωμα

το ατσάλι του σερέμπρουμ

Καυτό σαν ουρλιαχτό από πυρωμένα μέταλλα 
Βαρύ σα δέκα χιλιάδες σκέψεις μαζί
Τοξικό και μακάβριο γυρνάει τον πνιγμένο ουρανό
Τρέφεται με θηρία και με μνήμες
Και ξετυλίγεται χορεύοντας σαν ιστορία
Η μανία δέκα χιλιάδων χρόνων
Η σοφία μετά από ταξίδια αιώνων
Το οδήγησε εδώ,σε αυτήν την καταραμένη μορφή
Πτώματα λιωμένα πάνω στις μικρές του λάμες μας θυμίζουν πόσοι πέθαναν
Πόσοι το άγγιξαν και πόσο έλιωσαν
Και άλλοι περιμένουν κάτι σα λάμα να καρφωθεί στο κεφάλι τους
Οι παρατηρητές πίνουμε κακό κρασί σε ρημαγμένα μπαλκόνια

πλατεία 


Μια πλατεία θαμμένη κάτω από δεκάδες αγάλματα
Σιωπή σεσημασμένη,σιωπή βγαλμένη από μπλουζ κομμάτι
Νεαρές σαν χείμαρροι ξεχύνονται λυσσασμένες στα στενά
Αναζητούν τον έρωτα,τροφή
και τα πεσμένα τους δόντια
Κουταλιές νερού χοροπηδάν πάνω σε ρημαγμένα σπίτια
Και οι λήσταρχοι λεηλατούν μικρές σιωπές με μίσος
γιατί πάντα μιλούσαν
Στην πλατεία η ζωή μοιάζει να πάγωσε όταν πάγωσε ο χρόνος
και όλοι κινούνται δίχως κίνηση
Καθώς ένα φεγγάρι πάλλεται ρυθμικά,κάτω στης γης τον πάτο
Κάτω από χιλιάδες αγάλματα που φαντάζουν ο παράδεισος

αγάλματα

Η επιφάνεια σχηματίζει δίνες,σα σκέψεις χτισμένες με μπετόν
Η βροχή κυλάει στις δίνες και ζαλίζεται μαζί με τα μάτια των θεών
Οι θεοί διψάν
Οι θεοί σκύβουν
Γλύφουν τις δίνες ρυτίδες,μεθάν με το σπέρμα του ουρανού
Οι θεοί κοιμούνται ευτυχισμένοι
Γλύπτες κατεβαίνουν με φτερωτά άσματα και χύνουν μπετόν στους θεούς
υγρό και παχύρρευστο
Και οι θεοί ξυπνούν και διψάνε πάλι
Ο χρόνος πάγωσε

Κάτω από πέτρινα δέρματα μικροί παράδεισοι παλεύουν να πουν την αλήθεια

φυγή 


Χίλιες νύχτες χωρίς φεγγάρια,χίλιες νύχτες χωρίς σιωπή να ουρλιάξω
Νύχτες χωρίς φεγγάρια,η φυγή τρέχει μακριά μου
Την κυνηγώ και παμπάλαια ερπετά με κυνηγούν και οι σκέψεις τους αυτά
Νύχτες χωρίς φεγγάρια τρέχω σα μανιασμένο τρένο
Πίσω από τα βουνά,βαθιά στη γη,σε ρημαγμένες πόλεις
Χίλιες νύχτες χωρίς φεγγάρια και αγκαλιές με αγάλματα
Τρέχω σα μανιασμένο τρένο,σε παγωμένο χρόνο
Κάτω από ποτάμια που ντρέπονται και τρέχουν
Κάτω από άστρα που δε μπορούν να κρυφτούν
Νεκρές ελπίδες μου τραγουδάν πως πρέπει πάλι να τρέξω
Άσματα γραμμένα σε σιωπές και φωτεινές ακτίνες,κατεβαίνουν
Ξημέρωσε πάλι και πρέπει πάλι να φορέσω το όμορφο χαμόγελο
Και να πουλήσω ό,τι βρήκα νύχτα,σε μια φυγή
Χίλιες νύχτες τώρα χωρίς φεγγάρια,
πλούτισα.



~Αρμαδίας Λα Κρουά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου